επίλογχος

επίλογχος
(I)
ἐπίλογχος, -ον (Α)
1. φρ. «ἐπίλογχον βέλος» — βέλος με αιχμηρή άκρη
2. οξύληκτος, ακιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγχη «αιχμή δόρατος, δόρυ, ξίφος»].
————————
(II)
ἐπίλογχος, -ον (Α)
αυτός που λαμβάνεται με κλήρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγχη «κλήρος, μοίρα» (< λαγχάνω «λαμβάνω μερίδιο»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα λογχ- τού θ. λάγχ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίλογχον — ἐπίλογχος 1 barbed masc/fem acc sg ἐπίλογχος 1 barbed neut nom/voc/acc sg ἐπίλογχος 2 reserve candidate masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”